ζώφυτα

ζώφυτα
ζώφυτος
giving life to plants
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζωόφυτος — και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.) 2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» τα φυτά, Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”